- βιμπράφωνο
- Κρουστό μουσικό όργανο. Αποτελείται από λεπτά χαλύβδινα ελάσματα που πάλλονται όταν τα χτυπάει κανείς με ειδικές μπαγκέτες. Τα ελάσματα είναι τοποθετημένα κατά τέτοιο τρόπο που να σχηματίζουν μια πλήρη χρωματική κλίμακα. Κάτω από το καθένα τους βρίσκονται ισάριθμοι μεταλλικοί σωλήνες και μέσα σε αυτούς μια μικρή έλικα, που περιστρέφεται χάρη σε έναν ειδικό ηλεκτρικό μηχανισμό. Καθώς η έλικα περιστρέφεται, δίνει στις παλμικές κινήσεις των ελασμάτων έναν ήχο πολύ χαρακτηριστικό. Για να πετύχει κανείς συγχορδίες με περισσότερους φθόγγους, μπορεί να χτυπά τα ελάσματα με περισσότερες μπαγκέτες (έως 6, δηλαδή 3 σε κάθε χέρι). Το β. μπήκε στη σύγχρονη συμφωνική ορχήστρα (αναφέρουμε ενδεικτικά τη Λειτουργία για την Ειρήνη του Αλφρέντο Καζέλα και τα Τραγούδια της αιχμαλωσίας του Λουίτζι Νταλαπίκολα), αλλά μεγάλη ανάπτυξη γνώρισε σε συνθέσεις πρωτοποριακής μουσικής και κυρίως στην τζαζ.
Άποψη της κωμόπολης Βίμπο Βαλεντία, στην Ιταλία, σπουδαίου εμπορικού και αγροτικού κέντρου.
Ο χαρακτηριστικός ήχος του βιμπράφωνου οφείλεται στην κίνηση των ελίκων που βρίσκονται κάτω από τα μεταλλικά ελάσματα (φωτ. Rai).
Dictionary of Greek. 2013.